βιοθεραπεία

βιοθεραπεία
η
θεραπευτική μέθοδος για ορισμένες παθήσεις, κατά την οποία χρησιμοποιούνται είτε καλλιέργειες ζωντανών μικροοργανισμών ή το θρεπτικό υλικό όπου ζουν οι μικροοργανισμοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί οργανικές ουσίες: Οι βιοθεραπείες με ένζυμα χρησιμοποιούνται σε ορισμένες κλινικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιοθεραπευτικός — ή, ό ο σχετικός με την βιοθεραπεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοθεραπευτικά τα αντιβιοτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”